οπάλιος

οπάλιος
και οπάλλιος, ο (Α ὀπάλλιος)
ορυκτό ένυδρο διοξείδιο τού πυριτίου το οποίο αποτελεί υπομικροκρυσταλλική ποικιλία τού χριστοβαλίτη και είναι κατά βάσιν άχρωμο αλλά απαντά συνήθως σε προσμίξεις, που τού προσδίδουν αδιαφανή χρώματα, τα οποία κυμαίνονται από το λευκό ώς το κίτρινο και από το πορτοκαλί ώς το κόκκινο και το μαύρο, με υαλώδη ώς υποϋαλώδη, ρητινώδη ή μαργαριτώδη λάμψη, ιδιότητες στις οποίες οφείλεται η χρήση του ως πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ., η οποία προέρχεται πιθ. από το αρχ. ινδ. upalah «πέτρα» (πρβλ. λατ. opalus «οπάλιος»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • απολίθωση — Η διατήρηση ζωικών ή φυτικών οργανισμών του παρελθόντος σε απολιθωμένη (πετρωμένη) μορφή. Το μεγαλύτερο μέρος των οργανισμών, από τις πιο απλές μορφές όπως τα βακτηρίδια, έως τις πιο σύνθετες των ανώτερων οργανισμών, μπορεί να απολιθωθεί. Η α.… …   Dictionary of Greek

  • ξυλοπάλιος — ο είδος ξυλολίθου που παράγεται από πριονίσματα ξύλου τα οποία έχουν εμποτιστεί με λάδι προτού αναμιχθούν με οξυχλωριούχα κονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + οπάλιο / οπάλιος «είδος πολύτιμου λίθου»] …   Dictionary of Greek

  • οπάλι — και οπάλ(λ)ιο, το (Α ὀπάλλιον) ο οπάλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ὀπάλλιος, με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • οπάλλιος — ο (Α ὀπάλλιος) βλ. οπάλιος …   Dictionary of Greek

  • οπαλίζω — και οπαλλίζω [οπάλιος / οπάλλιος] εκπέμπω ιριδίζουσες μαρμαρυγές και λάμψεις, ανταύγειες σαν τού οπαλίου …   Dictionary of Greek

  • οπαλίνα — η 1. αδιαφανρωματιστό, από το οποίο κατασκευάζονται διάές συνήθως γυαλί ή κρύσταλλο, λευκό ή χφορα διακοσμητικά αντικείμενα 2. διαφανές και λεπτοΰφαντο γαλακτόχρωμο ύφασμα με ιριδισμούς, που χρησιμοποιείται για κουρτίνες κ.α. 3. ζωολ. α) τυπικό… …   Dictionary of Greek

  • οπαλιόχρους — και οπαλλιόχρους, ου.ν αυτός που έχει τα χρώματα τού οπαλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπάλιος / οπάλλιος + χρους (< χρώς «επιδερμίδα, χρώμα»), πρβλ. σιδηρό χρους] …   Dictionary of Greek

  • πυρίτιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Si· ανήκει στην πρώτη υποομάδα της τέταρτης ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 14, ατομικό βάρος 28,06, τρία φυσικά σταθερά ισότοπα και δύο τεχνητά και ραδιενεργά. Πολύ διαδεδομένο στη… …   Dictionary of Greek

  • λίθοι, πολύτιμοι — Έτσι ονομάζονται τα ορυκτά (γενικώς κρυσταλλικά, αλλά μερικές φορές και άμορφα) που χρησιμοποιούνται ως διακοσμητικά αντικείμενα εξαιτίας της ωραιότητας, της σκληρότητας και της σπανιότητάς τους, αφού υποβληθούν πρώτα σε ειδική κατεργασία.… …   Dictionary of Greek

  • πυριτικό οξύ ή διοξείδιο του πυριτίου (SiO2) — Ουσία αφθονότατη στη φύση, είτε ελεύθερη είτε ενωμένη με άλλα στοιχεία, με τα οποία σχηματίζει τα πυριτικά ορυκτά. Η συνηθέστερη μορφή του π.ο. αντιπροσωπεύεται από τον χαλαζία, που εμφανίζεται σε διάφορες μορφές. Η κρυπτοκρυσταλλική μορφή του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”